- δίσκου
- δίσκοςquoitmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
δισκοβολία — Αθλητικό αγώνισμα γνωστό στην αρχαία Ελλάδα, όπου μαζί με το ακόντιο, τον δρόμο, την πάλη και το άλμα αποτελούσαν το πένταθλο. Πρώτος που επινόησε τον δίσκο θεωρείται ο μυθικός Περσέας, που σκότωσε κατά λάθος με αυτόν τον παππού του Ακρίσιο στους … Dictionary of Greek
σκουλαρίκι — Γυναικείο κόσμημα που φοριέται στο αυτί. Τα πρώτα σ. χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού και, όπως και άλλα ατομικά κοσμήματα, είχαν ίσως μαγικό χαρακτήρα. Στους αρχαίους λαούς φορούσαν σ. και οι άντρες και οι γυναίκες. Ενώ αρχικά είχαν μορφή … Dictionary of Greek
αστεροειδή — (asteroidea). Ομοταξία στην oποία ανήκουν οι αστερίες, των οποίων το σώμα έχει τυπική μορφή αστέρα γενικά με πέντε βραχίονες που ξεκινούν από έναν κεντρικό δίσκο με ασαφή όρια (αυτός o δίσκος στην ομοταξία των οφιουροειδών είναι σαφής). Οι… … Dictionary of Greek
δισκοκέφαλοι — Ψάρια που ανήκουν στην οικογένεια των εχενηιδών. Τα ψάρια αυτά κολυμπούν με μεγάλη ταχύτητα χωρίς να κουράζονται και προσκολλώνται σε πλοία ή πάνω σε άλλα μεγαλύτερα ψάρια με τη βοήθεια ενός δίσκου που φέρουν στο κεφάλι τους. O δίσκος αυτός… … Dictionary of Greek
σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek